- ενσταβλίζω
- μετ. ставить в стойло, загонять на скотный двор, в загон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενσταβλίζω — [στάβλος] οδηγώ ζώο στον στάβλο … Dictionary of Greek
ενστάβλιση — η [ενσταβλίζω] ο ενσταβλισμός … Dictionary of Greek
ενσταβλισμός — ο [ενσταβλίζω] εισαγωγή ζώου στον στάβλο … Dictionary of Greek